γνάθους

γνάθους
γνάθος
jaw
fem acc pl
γναθόω
hit on the cheek
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

  • ραμφός — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

  • παραγναθίδα — Τμήμα του κράνους που προστατεύει τις γνάθους. Με π., που ήταν χωριστά κομμάτια και προσαρμόζονταν με καρφιά στο υπόλοιπο κράνος, ήταν εφοδιασμένα τα δερμάτινα και τα μεταλλικά κράνη της ύστερης εποχής του χαλκού. Π. έφεραν και μερικά από τα… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • Boupalos — (en grec ancien Βοὐπαλος / Boúpalos, en latin Bupalus) fut un sculpteur et architecte de la Grèce antique, à l époque archaïque; il était fils du sculpteur Achermos, et frère du sculpteur Athénis. Il est connu principalement pour sa querelle avec …   Wikipédia en Français

  • Bupalus — Boupalos Boupalos (en grec ancien Βοὐπαλος / Boúpalos, en latin Bupalus) est un sculpteur et architecte grec antique de l époque archaïque. Il appartient à l école de Chios, pionnière de la sculpture sur marbre[1]. Il est connu principalement… …   Wikipédia en Français

  • PSILOTHRUM — Graece ψίλωθρον, apud Martialem, l. 3. Epigr. 74. v. 1. Psilothrô faciem levas et dropace calvam: et dropax. sunt medicamenta depilatoria, quibus pilosa loca ad tempus laevia ac glabra reddebantur. Laevigabantautem hôc modô faciem, ut hîc: alas,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άγναθος — η, ο [γνάθος] αυτός που δεν έχει γνάθους, σαγόνια …   Dictionary of Greek

  • αμμοβάτης — (amobates). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των απιδών ή μελισσιδών. Μερικά είδη του γένους αυτού ζουν στην Ευρώπη, όπου κατασκευάζουν κυψέλες στην άμμο. Ο α., που είναι γνωστός και στην Ελλάδα με το όνομα αγριομέλισσα, αναγνωρίζεται… …   Dictionary of Greek

  • απόπληκτος — ἀπόπληκτος, ον (Α) [αποπλήσω] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από αποπληξία, παράλυτος, ανάπηρος 2. εμβρόντητος 3. ανόητος 4. φρ. «ἀπόπληκτος τὰς γνάθους» άλαλος, μουγγός 5. «ἀπόπληκτοι» νόσοι που προκαλούν αποπληξία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”